- εκπολιόρκηση
- η (AM ἐκπολιόρκησις)η άλωση ή κατάληψη ύστερα από πολιορκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπολιορκήσῃ — ἐκπολιορκήσηι , ἐκπολιόρκησις reduction by siege fem dat sg (epic) ἐκπολιορκέω force a besieged town to surrender aor subj mid 2nd sg ἐκπολιορκέω force a besieged town to surrender aor subj act 3rd sg ἐκπολιορκέω force a besieged town to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek